Πουλάω το σπίτι μου
αυτό που έχω αλλά και δέν έχω·
δάνειο τραπέζης.
Κάνω ότι κάνουν, αυτοί που δέ «μου κάνουν».
Πουλάω βιβλία
αυτά που διάβασα μα και κείνα που δέ διάβασα·
δάνειο αναμνήσεων·
Ξεπουλώ τα πάντα
ότι μου ανήκει αλλά κι ότι δέ μου ανήκει·
δάνειο ιστορίας.
Πουλώ κι ένα σχοινί
θηλειά να πάς να κρεμαστείς
εσύ που τη ζωή μου
όσο-όσο ξεπουλάς
στων δανειστών τα παζάρια
που δέ στη δάνεισα ποτέ μα ούτε σου ανήκει.
Κι άν μονάχος δέ μπορείς
τρέμεις και σου λείπει το θαρσείν
που μου είσαι όλο ειπείν και φερ’ ειπείν
θα σου στείλω το δήμιο του δήμου
να στην τυλίξει στο λαιμό
κάτι που εσύ σε μένα
κάνεις τώρα και καιρό
χωρίς ντροπή χωρίς αιδώ.
Τ’ αγόρασα φτηνό
τώρα που πέσαν οι αξίες
σ’ ανάξιες αγορές κι ομολογίες
μπούχτισα κύρ-φασιστάκο
κι ως τώρα μετανόησα
τόσα ιερά που πούλησα
οργή το νόμο σου έφτυσα.
Τελος…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 23 επιπλέον λέξεις